μακρόβιος

μακρόβιος
I
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Μαρτύρησε επί Λικινίου μαζί με τους Λουκιανό, Γορδιανό, Ζωτικό, Ηλεί και Βαλεριανό. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου.
2. Μαρτύρησε μαζί με τους Μίλδα, Αφροδίσιο, Βαλεριανό, Λεόντιο και Αντώνιο. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Μαΐου.
II
(Theodosius Ambrosius Macrobius, 5oς αι. μ.Χ.). Λατίνος συγγραφέας, ίσως αφρικανικής καταγωγής. Στα Saturnalia, εγκυκλοπαιδικό έργο σε 7 βιβλία, παρουσιάζει κατά τις γιορτές των Σατουρναλίων φανταστικές συμποσιακές συγκεντρώσεις διανοουμένων, οι οποίοι συζητούν για τα πιο διαφορετικά θέματα, από τα γραμματικά ζητήματα έως τα ήθη και τα έθιμα της αρχαίας Ρώμης, από τη μαγειρική έως τη ρητορική, από την ποίηση έως τη φιλοσοφία. Η ειδωλολατρική μυθολογία ερμηνεύεται σύμφωνα με έναν νεοπλατωνικό ντεϊσμό.
Σελίδα από ένα χειρόγραφο του 15oυ αι. των «Σατουρναλίων», έργου του Λατίνου συγγραφέα Αμβρόσιου Μακρόβιου Θεοδόσιου (Βιβλιοθήκη Κορσίνι, Ρώμη).
* * *
(I)
-α, -ο (AM μακρόβιος, -ον)
αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόζωος, πολύχρονος («καὶ κατὰ πάντα ἀέρα μακρόβιοι γεγόνασιν ἄνδρες», Λουκιαν.)
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το μακρόβιο(ν)
η μακροβιότητα
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μακρόβιοι
ημιμυθικός λαός τής Αιγύπτου, πιθ. οι Αβησσυνοί
2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Ροδίους) «Μακρόβιοι
αἱ νύμφαι»
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακρόβιον
το φυτό αείζωο το μικρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + βίος (πρβλ. αιωνό-βιος)].
————————
(II)
μακρόβιος, -ον (Α)
αυτός που έχει μακρύ τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρό-* + βιός* «τόξο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μακρόβιος — long lived masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρόβιος — α, ο αυτός που ζει πολλά χρόνια, ο πολύχρονος: Είχε μια μακρόβια γιαγιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακροβιώτερον — μακρόβιος long lived masc acc comp sg μακρόβιος long lived neut nom/voc/acc comp sg μακρόβιος long lived adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβιωτέρων — μακρόβιος long lived fem gen comp pl μακρόβιος long lived masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβιώτατα — μακρόβιος long lived adverbial superl μακρόβιος long lived neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβιώτατον — μακρόβιος long lived masc acc superl sg μακρόβιος long lived neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρόβιον — μακρόβιος long lived masc/fem acc sg μακρόβιος long lived neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβιωτάτη — μακρόβιος long lived fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβιωτάτοις — μακρόβιος long lived masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβιωτάτου — μακρόβιος long lived masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”